Μόνο οι γενναίοι αγαπούν – να το θυμάστε

699

Αναρωτηθήκατε άραγε ποτέ τι ακριβώς ερωτευόμαστε σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Σας έχει απασχολήσει αυτό το αίνιγμα; Τι είναι εκείνο πάνω του που συνεγείρει τις στρατιές των εφησυχασμένων μας αισθήσεων και μας ρίχνει άοπλους σε μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη; Σε ποιο σημείο βρίσκεται η δύναμη του άλλου, εκείνη η δύναμη που μας ωθεί ολόγυμνους στο ναρκοπέδιο μιας άγνωστης ως χθες αγκαλιάς;

Εμπρός, λοιπόν, στραφείτε με προσοχή στο παρελθόν σας και προσπαθήστε να θυμηθείτε – αν βέβαια έχετε μια τέτοια άξια ανάμνηση: τι σχήμα είχε το στιλέτο που σας πλήγωσε κάποτε θανάσιμα;
Ήταν υγρό σαν ένα βλέμμα θαλασσί, στέρεο σαν περπάτημα ή αέρινο, όπως το σχήμα των χεριών που κλείνουν σ’ ένα χάδι βαθύ ως μέσα στις ρίζες;

Ματαιοπονείτε. Ποτέ σας δεν θα βρείτε μιαν απάντηση. Όποιος προσπάθησε να εξηγήσει τον έρωτα δεν υπήρξε ποτέ του ερωτευμένος. Μόνο μια εκκωφαντική σιωπή ταιριάζει στην απόλυτη φύση ενός τέτοιου δώρου. Μια σιωπή σπαρμένη με τ’ ανείπωτα του σύμπαντος που ανθίζουν μόνο μια στιγμή: όσο κρατάει ένα σμίξιμο ιδρωμένο.

Θυμάμαι τώρα… Πριν να τον δω τον γνώριζα καλά, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, μέχρι τον κόμπο της μπέρτας και το μικρό εκείνο κυκλάμινο στην αγκράφα της ζώνης του – σημάδι κοριτσίστικο, υπαινιγμός μιας τρυφερότητας που έφτανε για να καταλάβει κανείς ότι το ξίφος δεν ήταν άλλο από μια γελοία σύμβαση που ήθελε πολεμιστές όλα τ’ αγόρια της γενιάς του, μια μάσκα ανίκανη να κρύψει μια ψυχή ευαίσθητη και νωχελική. Τον θαύμαζα μυστικά, τον αγαπούσα σιωπηλά, πάντοτε υπολόγιζα σ’ αυτόν, σ’ ένα του βλέμμα ενθαρρυντικό στρεφόμουν για να συνεχίσω να ζω προστατευμένη, με σκεπασμένη τη φωνή, μ’ ολόκληρο το σώμα μου.

Όταν ένα απόγευμα μου τον σύστησαν, επιτέλους, στα σκαλιά της πλατείας, άλλο δε βρήκα για να πω παρά μονάχα «βιάζομαι, οι φίλοι μου μισούν να περιμένουν» – κι έφυγα με λυμένη την εσάρπα μου. Αργότερα έμαθα τι όμορφα που χόρευε στο κέντρο της φωτιάς, με πόση ακρίβεια, με πόση τέχνη και σπάνια προσήλωση στην πράξη του, βύθιζε τα μαχαίρια στο λαιμό του: χωρίς μια στάλα αίμα να χυθεί, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να τραγουδάει…
Αν δεν ήταν αυτός άντρας για μένα, τότε ποιος;

Μέρες μετά, ζούσα μες στον χορό του. Τον σκεφτόμουν επίμονα, εντατικά, με κατοικούσανε ολόκληρη τα μάτια του. Του αφιερωνόμουν νοερά, όπως εκείνοι οι πιστοί που λατρεύουν έναν Άγιο κι όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν πηγαίνουν, περιφέρουν εντός τους την εικόνα του προσδοκώντας να φανερωθεί, διψώντας για το θαύμα.

Μ’ έκαιγε η σκέψη του, ο ύπνος μου γέμιζε νερά, χανόμουν στο βυθό του. Με μάγευε αυτή μου η αφοσίωση. Μπέρδευα τις κινήσεις μου, το σάλιο μου μαλάκωνε, γλιστρούσαν οι κουβέντες μου υγρές, σκόρπιζαν πριν προλάβω να μιλήσω. Τριγυρνούσα στο σπίτι αδιάφορη στα φλύαρα βλέμματα των υπηρετών που σχολίαζαν μ’ αυτόν τους τον τρόπο την απουσία οποιουδήποτε λόγου να βρίσκομαι συνεχώς ανάμεσα στα πόδια τους. Τα μαλλιά μου μπλέκονταν στα έπιπλα όπως τα κέρατα του ελαφιού στα κλαδιά των θάμνων. Μέτραγα την ανάσα μου κι απορούσα: τόσο λίγη που ήταν πώς γινόταν και ζούσα ακόμη;
Άνεμοι τρυφεροί με ταξιδεύανε, με κάθιζαν στα γόνατα κι ύστερα, πάνω μου περνώντας, με κουρσεύανε.
Τον έφερνα κοντά μου, πλάι μου, τον κρατούσα μέσα μου με μια τυφλή ορμή, μια δύναμη αντρική, αταίριαστη στο φύλο μου.

Έφτανε μια στιγμή να τον σκεφτώ και σα να κέρδιζα ύψος – όχι ανεβαίνοντας όμως, πετώντας ναι, μα κατευθείαν αγκαλιάζοντας το χώμα. Μ’ έβρισκε η παραμάνα αναίσθητη στο πάτωμα, ξέπνοη. Όταν συνερχόμουν, παραδινόμουν σε μια ατέλειωτη ρέμβη. Ήμουνα μόνη μου ξανά κι ήμουνα δυο αγκαλιασμένοι σφιχτά μέσα στο αίμα μου. Μυρμήγκιαζαν οι φλέβες μου και στο κορμί μου άνθιζε ένας δροσερός πυρετός που έκανε τα πόδια μου να τρέμουν, να συνηθίζουν δρόμους που μακραίνανε.

Δάκρυζα αυθόρμητα κοιτώντας τους αγρούς να πρασινίζουν, κάρπιζε η γη μου σαν καρδιά από παράφορη χαρά βαλαντωμένη. Ήταν ο χρόνος φίλος μου, οι ώρες με φροντίζαν, γεφύρια μου ‘χτιζε το φως του σκοταδιού τα μέρη να περάσω. Καθόμουν στο παράθυρο, κεντούσα, ίδια ομίχλη διάφανη, ίδια χελιδονάκι. Έραβα κόκκινες καρδιές στις μαξιλαροθήκες, στρίφωνα την παλιά μου πουκαμίσα, θύμωνα που με χώραγε – σα να μην είχα ποτέ μου μεγαλώσει.

Ερχόταν καλοκαίρι. Κατέβαινα να γνέσω στο πηγάδι, μπλεκόταν το φεγγάρι στην ανέμη μου, αστέρια πέφταν στα νερά και η κλωστή μου γέμιζε μπουμπούκια. Μια πένθιμη χαρά με κατοικούσε.
Και μ’ αναστάτωνε βαριά, σαν να μηνούσε έναν χαμό λυτρωτικό, μια νύχτα φόνου.

Ήρθε από τότε τέσσερις φορές.
Με παραφύλαγε και μ’ έβρισκε πάντοτε μόνη.

«Άμποτε να ’χα κρατήσει τους τύπους
άμποτε, άμποτε ν’ αρνιόμουνα τα λόγια του».

Ο φόβος, Κύριε, είναι ένας δρόμος κλειστός για τον έρωτα. Ένα τραχύ μονοπάτι γεμάτο με φιδοφωλιές και βρώμικα χορτάρια. Στο τέρμα του φαντάζει απρόσιτο το χλοερό αλωνάκι της αγάπης. Μα μόνο έτσι πολεμάς γι’ αυτό που νιώθεις: περπατώντας αυτόν τον δρόμο, ματώνοντας τα πόδια στα χαλίκια του, παραμερίζοντας με τους αγκώνες τα σαρκοβόρα αναρριχητικά που γλείφουν λαίμαργα το δέρμα σου, κοιτώντας πάντοτε μπροστά, κοιτώντας μέσα σου, εκεί όπου παφλάζει η επιθυμία που σε οδηγεί, που ο πόθος ξεδιπλώνει τον βαθύ του ουρανό, εκεί που η καρδιά χτυπάει μόνη της και μια φωτιά ανάβει μεσοπέλαγα.

Ερωτεύομαι θα πει Πηγαίνω. Προχωρώ. Διασχίζω και Διασχίζομαι. Και Ξεμακραίνω. Για ν’ αγγίξω κάποτε τον πάμφωτο προορισμό που αξιώθηκα.

Θα πει Φτάνω. Ξυπόλητη, λουσμένη στον ιδρώτα, κατάκοπη, γδαρμένη, δίχως νύχια, δίχως δόντια, με βλέφαρα καμένα, πρησμένα γόνατα, με χέρια τρυπημένα και τη φωνή τριμμένη πάνω στις συλλαβές του σ’ αγαπώ – έστω κι έτσι, μόνο έτσι Φτάνω.
Γιατί ο έρωτας, Κύριε, άλλο δεν είναι από μια δυνατότητα.
Ένα Μπορώ.
Να γνωρίζω και να αγνοώ μαζί.
Να εγκληματώ και να ’μαι η μόνη αθώα.
Να παραλύω στην πιθανότητα της αποκάλυψης κι αυτός ο φόβος, ο Φόβος, Κύριε, να με δυναμώνει.

Μόνο οι γενναίοι αγαπούν – να το θυμάστε. Οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα. Εγώ ήμουνα στους πρώτους.

Επιμελείται ο Χρήστος Μαυρόπουλος

ΠΗΓΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ