Η μητρότητα συνδέεται αδιαμφισβήτητα με μια περίοδο χαράς, αλλά μπορεί επίσης να δημιουργήσει δυσκολίες και προκλήσεις, ιδιαίτερα στη μεταγεννητική περίοδο. Είναι μια περίοδος κατά την οποία η συναισθηματική και σωματική αντοχή ορισμένων μητέρων φτάνει στα όρια.
Περίπου το 10% των εγκύων και το 13% των γυναικών που μόλις γέννησαν βιώνουν κάποια ψυχική ασθένεια, κυρίως κατάθλιψη και έντονο άγχος. Μάλιστα στις αναπτυσσόμενες χώρες το 20% των μητέρων εμφανίζουν επιλόχεια κατάθλιψη.
Οι μητέρες που έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας μετά τον τοκετό, αντιμετωπίζουν τις διπλές προκλήσεις της διαχείρισης της μητρότητας παράλληλα με το θέμα της υγείας τους. Αυτή η προσπάθεια εξισορρόπησης μπορεί να προκαλέσει μια εσωτερική σύγκρουση. Ωστόσο, ο φόβος ότι θα κριθούν για αυτά τα συναισθήματα και η ντροπή που νιώθουν γι΄ αυτό, μπορεί συχνά να λειτουργήσουν ως ανασταλτικοί παράγοντες για να μιλήσουν ανοιχτά και να ζητήσουν βοήθεια.
Η επιλόχεια κατάθλιψη μπορεί να αφήσει πολλές γυναίκες με την επίμονη αίσθηση βαθιάς θλίψης και απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Αυτό μπορεί να μειώσει την ικανότητά τους να φροντίζουν το μωρό τους, ενώ κάποιες φορές συνδέεται με σκέψεις αυτοτραυματισμού ή ακόμα και αυτοκτονίας, σύμφωνα με το Conversation.
Τα συμπτώματα της επιλόχειου κατάθλιψης μπορούν να συμβούν σε διάστημα από 24 ώρες μέχρι 6 μήνες μετά τη γέννηση ενός παιδιού. Αναλυτικότερα τα συμπτώματα εμπεριέχουν: κακή διάθεση, συχνά κλάματα, έλλειψη ικανοποίησης και ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που κάποτε προσέφεραν ευχαρίστηση, προβλήματα στον ύπνο, μείωση ή αύξηση του βάρους, μείωση της ενεργητικότητας, άγχος, αισθήματα αναξιότητας ή ενοχής, δυσκολία συγκέντρωσης ή λήψης αποφάσεων, μειωμένο ενδιαφέρον για σεξουαλικές επαφές, αισθήματα απόρριψης και σωματικά συμπτώματα όπως συχνοί πονοκέφαλοι, ταχυπαλμίες, ζαλάδες κ.ά.
Δεν έχει εντοπιστεί κάποια συγκεκριμένη αιτία που να θεωρείται υπεύθυνη για την εμφάνιση επιλόχειας κατάθλιψης, αν και μερικοί πιστεύουν ότι η επιλόχεια κατάθλιψη μπορεί να προκληθεί από ορμονικές διαταραχές ή από κάποια ψυχική ασθένεια πριν την εγκυμοσύνη. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό ψυχικών νοσημάτων φαίνεται να αναπτύσσουν πιο εύκολα επιλόχεια κατάθλιψη. Διακοπή της εγκυμοσύνης (π.χ. αποβολή του εμβρύου ή έκτρωση) αυξάνει τις πιθανότητες ανάπτυξης επιλόχειας κατάθλιψης.
Μια ομάδα ερευνητών μαιευτικής από το πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ, διεξήγαγε συνεντεύξεις με μητέρες που είχαν προβλήματα ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της μεταγεννητικής περιόδου, στο πλαίσιο μια ευρύτερης μελέτης για το τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος από τους ειδικούς υγείας.
Διαπιστώθηκε ότι παρόλο που οι μητέρες θέλουν υποστήριξη, υπάρχουν εμπόδια στην αποδοχή της. Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες αισθάνονταν φόβο, ντροπή και ενοχή, που ήταν μητέρες με προβλήματα ψυχικής υγείας. Αυτά τα συναισθήματα τις οδήγησαν να κρύψουν την επιδείνωση της ψυχικής τους υγείας, από την οικογένεια, τους φίλους αλλά και τους γιατρούς.
«Οι περισσότεροι περιμένουν να είσαι ευτυχισμένος και είναι δύσκολο να αποδεχτείς ότι η πραγματικότητα της μητρότητας μπορεί να συνδέεται με την επιλόχεια κατάθλιψη. Εγώ δεν ένιωσα σύνδεση με το μωρό και αυτό μου δημιούργησε ακόμα περισσότερο άγχος. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να νιώσω κάτι. Ότι έπρεπε να αισθάνομαι τα πυροτεχνήματα μέσα μου», ανέφερε μια 37χρονη μητέρα που συμμετείχε στην έρευνα.
Με αυτή την εσωτερική σύγκρουση, οι μητέρες περιγράφουν συναισθήματα ενοχής και ντροπής για τα προβλήματα ψυχικής υγείας τους, σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι δεν άξιζαν τη μητρότητα. «Κοίταξα το παιδί μου και το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι αξίζει κάτι καλύτερο από το να έχει μια μαμά σαν εμένα. Τι είδους ζωή μπορώ να του δώσω εγώ;», ανέφερε μια άλλη μητέρα 34 ετών.
Οι μητέρες στη μελέτη μίλησαν επίσης για το φόβο της κριτικής από το κοινωνικό σύνολο, πιστεύοντας ότι η κοινωνία εξισώνει τα προβλήματα ψυχικής υγείας με την κακή γονική μέριμνα. «Ήμουν όλο και πιο αγχωμένη. Με κοιτάζαν όλοι και θα σκέφτονταν ότι είμαι μια απαίσια μητέρα. Αλλά έτσι ένιωθα κι εγώ», δήλωσε μια άλλη γυναίκα.
Μία από τις μητέρες μίλησε για τον φόβο ότι θα της έπαιρναν το παιδί της, αν έλεγε στους υπόλοιπους πως ακριβώς αισθανόταν, επειδή θα την θεωρούσαν «ακατάλληλη μαμά». Πολλές από τις μητέρες που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν ότι έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να κρύψουν τα προβλήματα με την ψυχική τους υγεία. Παράλληλα, πολλές αισθάνθηκαν επίσης ότι κρίνονται πιο σκληρά από τους πατέρες, λόγω της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι οι γυναίκες έχουν «ενστικτώδη αγάπη» για τα παιδιά τους.
Η πραγματικότητα της μητρότητας
Η αλήθεια είναι ότι σε κάποιο βαθμό η δυτική κοινωνία έχει ξεπεράσει τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων, όμως οι μητέρες εξακολουθούν να έχουν το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας των παιδιών. Και καθώς η έρευνά δείχνει ότι οι μητέρες αισθάνονται στιγματισμένες και φοβούνται την κριτική, διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η κατάσταση τους. Επίσης χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη, ενδεχομένως να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες για όλη την οικογένεια.
Οι υπηρεσίες πρέπει να αναπτύξουν μια βαθύτερη κατανόηση των επιπτώσεων της κακής ψυχικής υγείας των μητέρων και να δώσουν ευκαιρίες σε αυτές τις γυναίκες να μιλήσουν ανοιχτά για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, χωρίς να νιώθουν ότι συνεχώς κρίνονται. Παράλληλα, οι προσδοκίες της μητρότητας πρέπει να επανεξεταστούν και να συζητηθούν πιο ανοιχτά με το ευρύ κοινό, καθώς η απόλυτη χαρά της μητρότητας δεν αντικατοπτρίζει την καθολική εμπειρία όλων των μητέρων.