Το συγκεκριμένο μοτίβο σχέσης είναι γνωστό:
Έντονα συναισθήματα και πάθος στην αρχή της γνωριμίας, έρωτας και αίσθηση ότι βρήκες το άλλο σου μισό, προσέγγιση, σύνδεση και κορύφωση αμέσως μετά, απομάκρυνση λίγο αργότερα, επανασύνδεση στη συνέχεια, και μετά ξανά απομάκρυνση και ξανά επανασύνδεση, αλλεπάλληλοι χωρισμοί και επανασυνδέσεις, μέχρι όσο αντέξουν τα εμπλεκόμενα μέρη, μέχρι εξαντλήσεως και τελικής πτώσεως μερικές φορές, μέχρι το οριστικό και αναπόφευκτο τέλος.
Και όλα αυτά διανθισμένα με δράματα, παρεξηγήσεις, στραπατσαρισμένους εγωισμούς, τσαλαπατημένα συναισθήματα, απογοήτευση, θυμό και τεράστια αίσθηση αποτυχίας.
Και μένεις ν’ αναρωτιέσαι: Τι κάνω λάθος; Τι δεν λειτούργησε; Γιατί πάλι τα ίδια; Φταίω εγώ; Ο άλλος; Οι επιλογές μου;
– Φταίει που φοβάσαι αυτό που λες ότι επιθυμείς.
– Φταίνε τα εμπόδια που, συνειδητά ή ασυνείδητα, εγείρεις στην οικειότητα.
– Φταίει που ερωτεύεσαι ανθρώπους που δεν είναι διαθέσιμοι.
– Φταίει που σνομπάρεις τους ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι επειδή σου φαίνονται βαρετοί ή φορτικοί
– Φταίει που μόλις νιώσεις ότι κάτι πάει να στρώσει κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να το σαμποτάρεις και να το χαλάσεις.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ ΕΡΘΟΥΜΕ ΚΟΝΤΑ
Στην αρχή αυτών των σχέσεων όλα μοιάζουν απολύτως φυσιολογικά: δύο άνθρωποι νιώθουν την επιθυμία να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλο και το πράγμα μοιάζει αμοιβαίο.
Αν κάποιος ψάξει βαθύτερα είναι πιθανό να βρει ότι οι δύο υποψήφιοι σύντροφοι έχουν στο ενεργητικό τους μια ατέλειωτη σειρά από αποτυχημένες, ανεκπλήρωτες ή ημιτελείς σχέσεις, όμως ποιος κάθεται να σκαλίσει το παρελθόν όταν βιώνει κάτι τόσο ειδυλλιακό και μαγικό;
Το δράμα που πυροδοτεί τη γνωριμία ποτέ δεν γίνεται φανερό από την αρχή, αλλά υπογείως διανέμει τους ρόλους ώστε να τεθεί η ιστορία σε λειτουργία: Τον ρόλο εκείνου που (φαινομενικά) απομακρύνεται από τη σχέση αναλαμβάνει ο σύντροφος που εγείρει τα μεγαλύτερα εμπόδια στη σχέση και έχει τον περισσότερο έλεγχο και την μεγαλύτερη δύναμη. Αποφασίζει για την έναρξη, τη λήξη και γενικά το ρυθμό της σχέσης, αντιδρά αρνητικά σε οποιαδήποτε πίεση, δεν κάνει συμβιβασμούς, ενώ παράλληλα δέχεται την μεγαλύτερη επιβεβαίωση και συναισθηματική προσφορά από τον έτερο σύντροφο.
Με λόγια, πράξεις ή τις συνθήκες ζωής του ο απόμακρος σύντροφος θέτει περιορισμούς στη σχέση. Ενδέχεται να αντιμετωπίζει κάποιο ορατό και συγκεκριμένο κόλλημα ή μπορεί να έχει δισταγμούς υποκειμενικούς: είναι πιθανό να βρίσκεται σε άλλη σχέση, να είναι κολλημένος σε κάποια προηγούμενη σχέση, να μην νιώθει πρακτικά ή συναισθηματικά έτοιμος για σχέση, να μένει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, να είναι εργασιομανής ή εξαρτημένος από ουσίες.
Το παράδοξο είναι ότι συχνά ο απόμακρος σύντροφος δηλώνει ανοιχτός και συναισθηματικά διαθέσιμος ή ακόμα εκφράζει έντονη επιθυμία να έχει μια σχέση στη ζωή του. Στην ουσία όμως είναι απρόθυμος να πάει τα πράγματα παρακάτω, αισθάνεται να πνίγεται όταν έρχεται κοντά με τον άλλον και νιώθει ιδιαίτερα απειλητική την ιδέα της δέσμευσης. Καταλήγει να εμφανίζεται αμφιθυμικός: και θέλει και δεν θέλει, ποτέ δεν αποφασίζει ούτε ξεκαθαρίζει, μοιάζει απλώς να συναινεί με τις εξελίξεις μέχρι το σημείο όμως που θα νιώσει ότι η σχέση γίνεται πιο στενή ή πιο απαιτητική ή πιο περίπλοκη, οπότε και την τερματίζει ή (το πιο συνηθισμένο) την εγκαταλείπει και εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του.
Το έτερο ήμισυ του τραγικού ζευγαριού αναλαμβάνει τον ρόλο εκείνου που (φαινομενικά) επιδιώκει τη σχέση. Είναι αυτός με τη λιγότερη δύναμη στη σχέση, αυτός που κυρίως κυνηγάει, αυτός που συμβιβάζεται, αυτός που περιμένει. Ακούγεται κάπως ταλαιπωρητική ή μαζοχιστική θέση αλλά ο τύπος αυτός δεν είναι για λύπηση. Ο στόχος του είναι να καταφέρει να αποσπάσει με σκληρή δουλειά το ενδιαφέρον και την αγάπη ενός διστακτικού και απρόθυμου συντρόφου. Θέλει με την εξυπνάδα, τη γοητεία και την καπατσοσύνη του να κάμψει τις αντιστάσεις του άλλου επειδή μόνο τότε πιστεύει ότι η σχέση θα έχει αξία.
Πίσω από τη στάση του κρύβεται πολλές φορές η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η ιδέα ότι: «δεν αξίζω μια εύκολη, στρωτή, απλόχερη αγάπη, πρέπει να κοπιάσω και να θυσιαστώ για να κερδίσω την αγάπη κάποιου». Επίσης πίσω από τη στάση αυτή ενδέχεται να υποκρύπτονται ρομαντικές ιδέες περί τραγικών, μυθιστορηματικών σχέσεων όπου υποφέρει κανείς για την αληθινή, αλλά πάντα ανεκπλήρωτη και εμποδισμένη αγάπη. Ο κυνηγός βαριέται με τα εύκολα, ξενερώνει με συντρόφους που είναι εμφανώς πρόθυμοι για σχέση, αλλά στην πραγματικότητα τρομάζει και πανικοβάλλεται στην ιδέα μιας γνήσια στενής σχέσης.
Για το λόγο αυτό συμβαίνει καμιά φορά το παράδοξο, να χάνει το ενδιαφέρον του και να εγκαταλείπει τη σχέση όταν το απρόθυμο και άπιαστο αντικείμενο του πόθου του ανταποκριθεί επιτέλους στον έρωτά του! Μένει στο παιχνίδι με την (άρρητη) προϋπόθεση ότι θα πλησιάζει όλο και περισσότερο στην πηγή αλλά ποτέ δεν θα πιει νερό. Αυτού του είδους η σχέση (στην ουσία μια σχέση που λαμβάνει χώρα περισσότερο στη φαντασία παρά στην πραγματικότητα) είναι μια απολύτως ασφαλής σχέση για τον κυνηγό, μία σχέση στην οποία νιώθει ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο. Έχει την άνεση (και την τζάμπα μαγκιά…) να εμφανίζεται πλήρως διαθέσιμος και συναισθηματικά ευάλωτος επειδή κατά βάθος ξέρει ότι δεν κινδυνεύει από τίποτα.
Ξέρει ότι η σχέση δεν πρόκειται ποτέ να προχωρήσει κι έτσι εκ του ασφαλούς μπορεί να κάνει μεγάλες δηλώσεις και να επενδύει (χρόνο, ενέργεια και συναισθήματα) χωρίς καμία διακινδύνευση. Αν τον ρωτήσεις θα σου πει ότι τα παίζει όλα για όλα (ότι ρισκάρει να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να πληγωθεί, να εγκαταλειφθεί κ.λπ.), στην πραγματικότητα όμως το ρίσκο του είναι υπολογισμένο, ξέρει από πριν την κατάληξη, έχει εξασφαλίσει για τον εαυτό του την καλύτερη δικαιολογία σε περίπτωση αποτυχίας: «φαινόταν το πράγμα από την αρχή, το ήξερα ότι δεν θα κατέληγε πουθενά».
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι δεν υπάρχουν αθώα θύματα ούτε τυχαίες επιλογές σε αυτές τις ιστορίες. Μιλάμε για δύο συνενόχους που συνεργάζονται για να διατηρήσουν μία κατάσταση που βολεύει και τους δύο. Δουλεύουν μαζί ώστε να εξασφαλίσουν ότι εκείνα που τρέμουν (η σύνδεση, η οικειότητα, η επαφή) δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Όσοι γκρινιάζουν λοιπόν ότι ο σύντροφός τους δεν δεσμεύεται, δεν ξεκαθαρίζει, δεν αποφασίζει και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, θα πρέπει να αναρωτηθούν κατά πόσο οι ίδιοι δεσμεύονται, ξεκαθαρίζουν ή αποφασίζουν.
Με άλλα λόγια θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ο λόγος που επέλεξαν να σχετιστούν με έναν άνθρωπο μη διαθέσιμο είναι επειδή και ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΙ. … μένουμε χρεοκοπημένοι έχοντας πετάξει τα λεφτά μας σε μία επένδυση που ξέραμε από την αρχή ότι δεν θα αποδώσει.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΕΝΑΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ
Η κάθε σχέση είναι σαφώς διαφορετική, αλλά συνήθως οι άνθρωποι που διαμορφώνουν τέτοια δυναμικά στις σχέσεις τους έχουν χαρακτηριστικά στην προσωπικότητα, το χαρακτήρα ή το ιστορικό τους που, κατά κανόνα, εμποδίζουν τη διαμόρφωση υγιών σχέσεων (νευρωτικά, ναρκισσιστικά, εξαρτητικά χαρακτηριστικά, ιστορικό τραυματικών σχέσεων, χαμηλή αυτοεκτίμηση κ.λπ.). Συνήθως οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους «παθολογικές» σχέσεις δεν εγκαταλείπουν ακόμα και μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες και, πολλές φορές, τροφοδοτούν το μοτίβο της σχέσης εναλλάξ.
Πρόκειται για έναν παράξενο χορό ανάμεσα στους δύο. Δηλαδή στην περίπτωση που ο ένας αποφασίσει να διακόψει το φαύλο κύκλο της σχέσης, ο άλλος τον κυνηγάει με χίλιους δυο τρόπους προκειμένου να τον επαναφέρει στη σχέση. Όταν ο τελευταίος πείθεται τελικά, εκείνος που κυνηγούσε αρχίζει να νιώθει την απειλή της δέσμευσης οπότε με τη σειρά του απομακρύνεται.
Ο άλλος τότε αρχίζει να κυνηγάει σε μια λογική του τύπου: «τώρα που εγώ γύρισα, εσύ φεύγεις;». Το κυρίαρχο θέμα που διατρέχει αυτές τις σχέσεις είναι πάντα ο φόβος της οικειότητας, ενώ η σιωπηρή συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών είναι να κυνηγιούνται εσαεί αρκεί ποτέ κανείς να μην πιάσει κανένα. Και υπό αυτό το πρίσμα, δύο άνθρωποι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι μπορούν να δημιουργήσουν, υπό μία διαστρεβλωμένη έννοια, το τέλειο ταίριασμα. Ιδανικοί ο ένας για τον άλλον, στροβιλίζονται στη δίνη αέναων, πανομοιότυπων κύκλων που κάθε φορά μοιάζουν μοναδικοί αλλά στην ουσία είναι ολόιδιοι με όλους τους προηγούμενους.
Μηδενίζουν και ξαναρχίζουν μένοντας κολλημένοι στο ίδιο σημείο, κάνοντας τα ίδια και τα ίδια, ένα χρόνο, πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή. Ο κύκλος δεν πρόκειται να σπάσει ποτέ αν έστω ο ένας από τους δύο δεν αποφασίσει να κάνει κάτι. Αν ένας από τους δύο αποφάσιζε να αλλάξει όλα θα τελείωναν.
Αν έστω ένας από τους δύο σταματούσε να φοβάται την οικειότητα, η σχέση θα διαλυόταν, δεν θα είχε πλέον λόγο ύπαρξης.
Αν έστω ένας από τους δύο άλλαζε, ο άλλος θα του ήταν άχρηστος.
ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Δημιουργείται μια εύλογη απορία μετά από όλα αυτά: Δεν υπάρχουν γνήσια συναισθήματα σε αυτές τις σχέσεις; Οι άνθρωποι αυτοί δεν ερωτεύονται πραγματικά; Δεν νιώθουν τίποτα ο ένας για τον άλλον; Απλώς παίζουν ο καθένας τον αντίστοιχο ρόλο στο δράμα του άλλου; Παρά την «άρρωστη» δυναμική που υποβαστάζει και τροφοδοτεί αυτές τις σχέσεις δεν αποκλείεται τα συναισθήματα που γεννιούνται να είναι αυθεντικά, αλλά ποιος μπορεί να το πει με σιγουριά; Ίσως μόνο οι ίδιοι οι άνθρωποι που εμπλέκονται στη σχέση, αλλά και πάλι…
Το βέβαιο είναι ότι οι σχέσεις αυτού του τύπου συνήθως εξουθενώνουν τους ανθρώπους και τις περισσότερες φορές έχουν άσχημο, άδοξο τέλος.
Κάποιος θα εξαντληθεί και θα τα παρατήσει χωρίς πολλές εξηγήσεις. Κάποιος θα στραφεί σε έναν νέο σύντροφο ή θα επιστρέψει σε κάποιον παλιό. Κάποιος θα απογοητευτεί ολωσδιόλου από τις σχέσεις και θα αποσυρθεί στον εαυτό του. Σε όλες τις περιπτώσεις μένουμε χρεοκοπημένοι έχοντας πετάξει τα λεφτά μας σε μια επένδυση που ξέραμε από την αρχή ότι δεν θα αποδώσει. Το ζήτημα είναι ότι αν δεν σπάσει ο φαύλος κύκλος (με θεραπεία; με κάποιου είδους επιφοίτηση;) θα συνεχίσουμε να χάνουμε τον καιρό μας σε σχέσεις που δεν πρόκειται να λειτουργήσουν ποτέ όσο και να το προσπαθούμε.
Θα χάσουμε τη ζωή μας προσπαθώντας να κάνουμε τους άλλους να αισθανθούν περισσότερα από όσα μπορούν να αισθανθούν και αγωνιώντας να καλύψουμε τη δική μας συναισθηματική αδυναμία πίσω από τη δική τους. Αν η επιθυμία/ανάγκη για οικειότητα είναι το θέμα, πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κουράγιο, ρίσκο και πίστη – πίστη στον άλλον, στη δυνατότητα/προοπτική της σχέσης, αλλά κυρίως στον εαυτό μας. Είναι όμως μεγάλη κουβέντα αυτή και αξίζει ένα ολόκληρο ξεχωριστό άρθρο…