Η λήψη επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D κατά τη βρεφική ηλικία και την παιδική ηλικία σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο αυτοανοσίας των νησιδίων του παγκρέατος μεταξύ των παιδιών με αυξημένο γενετικό κίνδυνο για διαβήτη τύπου 1, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό Diabetes. Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Jill Norris, MPH, PhD, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Παν/μίου του Κολοράντο στο CU Anschutz, και οι συν-συγγραφείς της εξέτασαν τη σχέση μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα και της αυτοανοσίας των νησιδίων του παγκρέατος.
Η αυτοανοσία των νησιδίων, που ανιχνεύεται από αντισώματα που εμφανίζονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, είναι πρόδρομος του διαβήτη τύπου 1. «Για αρκετά χρόνια υπάρχει διαμάχη μεταξύ των επιστημόνων σχετικά με το εάν η βιταμίνη D μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης της αυτοανοσίας των νησιδίων και διαβήτη τύπου 1», δήλωσε η Δρ Norris.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι αυτοάνοση νόσος που αυξάνεται κατά 3-5% ετησίως παγκοσμίως. Η νόσος είναι πλέον η συνηθέστερη μεταβολική διαταραχή στα παιδιά κάτω των 10 ετών. Στα νεαρά παιδιά, ο αριθμός των νέων περιπτώσεων είναι ιδιαίτερα υψηλός. Και ο κίνδυνος φαίνεται να είναι μεγαλύτερος σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη, βόρεια από τον ισημερινό. Η βιταμίνη D αντιπροσωπεύει έναν υποψήφιο προστατευτικό παράγοντα για τον διαβήτη τύπου 1 καθώς ρυθμίζει το ανοσοποιητικό σύστημα και την αυτοανοσία. Επιπλέον, το επίπεδο της βιταμίνης D ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος.
Ωστόσο, μέχρι τώρα, ο συσχετισμός μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D και της αυτοανοσίας των νησιδίων ήταν ασαφής. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικά σχέδια μελέτης, πληθυσμιακές διαφορές σε επίπεδα βιταμίνης D ή σε αδυναμία να ληφθεί υπόψη η συνδυασμένη επίδραση της έκθεσης και των γενετικών παραλλαγών στο μεταβολισμό της βιταμίνης D.
Τα ευρήματα είναι μέρος της Μελέτης Περιβαλλοντικών Στοιχείων του Διαβήτη στη Νεολαία (TEDDY), μια μεγάλη, πολυεθνική μελέτη που χρηματοδοτείται από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ. Η έρευνα TEDDY άρχισε το 2004 με παιδιά από έξι κλινικά κέντρα: τρία στις ΗΠΑ (το κέντρο Barbara Davis για τον παιδικό διαβήτη στο CU Anschutz, το Pacific Northwest Research Institute στο Σιάτλ και το Πανεπιστήμιο Augusta στη Γεωργία) και τρία στην Ευρώπη (Παν/μια Turku, Oulu, Τάμπερε στη Φινλανδία, Helmholtz Zentrum München στη Γερμανία και Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία).
Σκοπός της μελέτης είναι η αναζήτηση παραγόντων ενεργοποίησης και προστατευτικών παραγόντων για τον διαβήτη τύπου 1 σε 8.676 παιδιά με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 1. Τα παιδιά της TEDDY παρακολουθήθηκαν με δείγματα αίματος που λαμβάνονταν κάθε τρεις έως έξι μήνες από την παιδική ηλικία, για να προσδιοριστεί η παρουσία αυτοανοσίας κατά των νησιδίων, καθώς και τα επίπεδα βιταμίνης D. Οι συγγραφείς συνέκριναν 376 παιδιά που ανέπτυξαν αυτοανοσία νησιδίων με 1.041 παιδιά που δεν εμφάνισαν.
Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι σε παιδιά με γενετική παραλλαγή στο γονίδιο του υποδοχέα βιταμίνης D, τα επίπεδα βιταμίνης D στη βρεφική και παιδική ηλικία ήταν χαμηλότερα σε εκείνα που συνέχισαν να αναπτύξουν αυτοανοσία νησιδίων σε σύγκριση με εκείνα που δεν ανέπτυξαν αυτοανοσία. Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει ότι τα υψηλότερα επίπεδα παιδικής βιταμίνης D σχετίζονται σημαντικά με μειωμένο κίνδυνο αυτοανοσίας των νησιδίων του παγκρέατος.