H πρώιμη παιδική ηλικία ίσως είναι μία ευαίσθητη περίοδος κατά την οποία τα στρεσογόνα γεγονότα επηρεάζουν το σύστημα ανταπόκρισης του εγκεφάλου στο στρες. Αυτό αναφέρει έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Psychological Science.
Οι ενήλικες που αναφέρουν υψηλά επίπεδα στρες και συγχρόνων βίωναν στρες κατά την παιδική ηλικία είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν ορμονικές διαταραχές. Με τη σειρά τους, αυτές οι ορμονικές διαταραχές συνδέονται με αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.
Το στρες ανεβάζει την κορτιζόλη στο αίμα. Τυπικά, τα επίπεδα κορτιζόλης είναι αυξημένα το πρωί και σταδιακά φθίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αλλά ορισμένες φορές αυτό το σύστημα μπορεί να παρουσιάσει δυσλειτουργίες, έχοντας ως αποτέλεσμα ένα διαταραγμένο μοτίβο έκκρισης κορτιζόλης το οποίο συνδέεται με αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία. Στην περίπτωση αυτή η έκκριση κορτιζόλης δεν παρουσιάζει τη φυσιολογική διακύμανση αλλά γίνεται πιο σταθερή στη διάρκεια της ημέρας.
Στην παρούσα μελέτη ο Ethan Young, ερευνητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, και οι συνεργάτες του εξέτασαν στοιχεία για 90 άτομα που συμμετείχαν στην Minnesota Longitudinal Study of Risk and Adaptation. «Βρήκαμε ότι ο βαθμός έκθεσης ενός ατόμου στο στρες κατά την παιδική ηλικία, παίζει σημαντικό ρόλο στον μετέπειτα τρόπο έκκρισης της κορτιζόλης. Ωστόσο αυτό ισχύει μόνο αν τα άτομα συνεχίζουν να βιώνουν υψηλά επίπεδα στρες καταδεικνύοντας πως ο συνδυασμός του στρες της παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής οδηγεί σε ένα πιο ανθυγιεινό προφίλ έκκρισης κορτιζόλης», αναφέρει ο Ethan Young.
Οι ερευνητές θέλησαν να κατανοήσουν πώς τα στρεσογόνα περιστατικά κατά την παιδική ηλικία επηρεάζουν την ανταπόκριση του εγκεφάλου στην ενήλικη ζωή. Αναρωτήθηκαν επίσης αν το στρες της παιδικής ηλικίας καθιστά τον οργανισμό πιο ευαίσθητο στους στρεσογόνους παράγοντες που εμφανίζονται αργότερα στη ζωή.
Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από το Life Events Schedule (LES), το οποίο καταγράφει τα στρεσογόνα περιστατικά των ατόμων συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών προβλημάτων, των προβλημάτων στις σχέσεις, του φυσικού κινδύνου και της θνητότητας.
Οι μητέρες των συμμετεχόντων συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια όταν τα παιδιά τους ήταν 12, 18, 30, 42, 48, 54, και 64 μηνών, όταν ήταν στην πρώτη, τη δευτέρα, την τρίτη και την έκτη τάξη του δημοτικού και όταν ήταν 16 και 17 ετών. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν μόνοι τους το ερωτηματολόγιο όταν ήταν 23, 26,28, 32, 34 και 37 ετών (τρέχουσα ηλικία). Στα 37 τους οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα κορτιζόλης επί δύο ημέρες. Συλλέχθηκαν δείγματα σάλιου αμέσως μόλις ξύπνησαν και πάλι 30 λεπτά και 1 ώρα αργότερα. Επίσης ελήφθησαν δείγματα το απόγευμα και πριν πάνε για ύπνο. Τα δείγματα σάλιου στάλθηκαν σε εργαστήριο για έλεγχο του επιπέδου κορτιζόλης.
Ούτε το αυξημένο στρες της παιδικής ηλικία ούτε αυτό της συνολικής ζωής μπορούσε να προβλέψει από μόνο του τα επίπεδα κορτιζόλης στην ηλικία των 37 ετών. Όμως οι συμμετέχοντες που είχαν βιώσει υψηλά επίπεδα στρες στην πρώιμη παιδική ηλικία έδειξαν να έχουν πιο υψηλά επίπεδα κορτιζόλης (και σχετική έλλειψη της φυσιολογικής διακύμανσης κατά τη διάρκεια της ημέρας) όταν είχαν επίσης υψηλά επίπεδα στρες ως ενήλικες.
Τα ευρήματα δείχνουν πως η πρώιμη παιδική ηλικία ίσως είναι μία ευαίσθητη περίοδος κατά την οποία τα στρεσογόνα γεγονότα ενδέχεται να επηρεάσουν το σύστημα ανταπόκρισης του εγκεφάλου στο στρες με συνέπειες για την υγεία κατά την ενηλικίωση.
Οι ερευνητές είπαν ότι η κορτιζόλη είναι ένα μέρος του συστήματος αντίδρασης του ανθρώπινου στρες και ελπίζουν να διερευνήσουν και άλλα μέρη που παίζουν ρόλο -όπως το εντερικό μικροβίωμα.