Πριν αρκετά χρόνια δούλευα ως γραμματέας σε φροντιστήριο όπου γνώρισα πολλούς μαθητές, διαφόρων ηλικιών και φυσικά, διαφόρων χαρακτήρων.
Κάθε χρόνο, αυτές τις μέρες θυμάμαι ένα συγκεκριμένο παλικάρι. Θυμάμαι το μαύρο χρώμα των μαλλιών του, τα όμορφα μαύρα μάτια του, το νεανικό του παράστημα και περισσότερο απ’ όλα, θυμάμαι το γέλιο του.
Είχε αυτό που λέμε τρανταχτό γέλιο, που το ξεχωρίζαμε μεταξύ πολλών. Θυμάμαι πως ήξερε χιλιάδες ανέκδοτα κι είχε απίστευτο τρόπο να τα λέει. Είχε φοβερό χιούμορ κι ήταν η χαρά της παρέας. Ακόμη κι εγώ που ήμουν στη γραμματεία, τον περίμενα κάθε φορά να μου πει «έχω ένα καινούριο ανεκδοτάκι, να σας το πω στα γρήγορα;» για να φύγει λίγο αργότερα με τη σιγουριά όταν ήταν εξίσου πετυχημένο με τα άλλα.
Ως μαθητής, ήξερα, πως ήταν από τους άριστους. Διάβαζε πολύ κι είχε σύστημα έτσι ώστε να προλαβαίνει να βγει και μια βόλτα με τη παρέα του. Ήταν πάντα επιμελής. Στην ώρα του. Κι όσες φορές είχε χρειαστεί να γίνουν επιπλέον μαθήματα, δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ.
Ακόμα κι όταν ήρθε η περίοδος των Πανελληνίων εξετάσεων, το χαμόγελο δεν έφυγε λεπτό από τα χείλη του. Δεν σταμάτησε να λέει αστεία και να κάνει γκριμάτσες για να μας κάνει όλους να γελάμε. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ώσπου…
Ένα πρωινό μάθαμε πως αυτοκτόνησε γιατί την προηγούμενη μέρα δεν είχε γράψει καθόλου καλά. Οι γονείς του μας είπαν πως, έτσι όπως καθόταν στο μπαλκόνι, σηκώθηκε και πήδηξε. Δίχως να πει τίποτα. Δίχως να κλάψει. Δίχως να μιλήσει σε κάνενα. Δίχως να το σκεφτεί πιο ώριμα.
Αυτό το παλικάρι με τα μαύρα μαλλιά έπεσε νεκρό στον δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι του. Μπροστά στα μάτια των γονιών του.
Μετά από λίγες ημέρες έφυγα από το φροντιστήριο. Δε μίλησα ποτέ ξανά με την ιδιοκτήτρια. Δε μίλησα με κανένα άλλο παιδί. Όποτε βρίσκομαι στη πόλη αυτή, αποφεύγω να περάσω από τον δρόμο του φροντιστηρίου. Μόνο έξω από το μαγαζί των γονιών του περνάω αλλά δε τολμώ να περάσω μέσα.
Ένα παλικάρι άδειασε τα όνειρά του στο δρόμο μπροστά από το σπίτι του, όχι επειδή δεν ήταν καλά. Αλλά επειδή πίστεψε πως σε εκείνο το χαρτί μαζί με τις ερωτήσεις, παρέδωσε και τη ζωή του. Να τη διορθώσουν κι ίσως να τη μηδενίσουν.
Λυπάμαι βαθύτατα που δε θυμάμαι το όνομά του. Μπορεί και να το ξέχασα εκείνο το πρωινό που έμαθα τα άσχημα νέα.
Τα χαρούμενα, μαύρα μάτια του όμως, δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Έρχονται σχεδόν κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, και μαζί με τα ανεκδοτάκια του, μου τον θυμίζουν.